Πελτιέ — φρ. «φαινόμενο Πελτιέ» φυσ. το φαινόμενο τής ψύξης στην μια επαφή και τής θέρμανσης στην άλλη επαφή δύο ανόμοιων αγωγών που διαρρέονται από ηλεκτρικό ρεύμα, φαινόμενο εντονότερο σε κυκλώματα που περιλαμβάνουν ανόμοιους ημιαγωγούς και το οποίο… … Dictionary of Greek
ετερόγαμος — η, ο (Μ ἑτερόγαμος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει ανόμοιους γαμέτες 2. αυτός που γονιμοποιείται με έμμεσο τρόπο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερόγαμα τα φυτά τών οποίων τα άνθη ανήκουν σε δύο διαφορετικά γένη μσν. αυτός που συνάπτει δεύτερο… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
βελανιδιά — Γένος φυτών της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα) με περίπου 200 είδη μεγάλης σημασίας για τη δασική οικονομία των χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Η β., που επιστημονικά ονομάζεται δρυς, είναι γνωστή σε πολλά είδη και ποικιλίες. Κάθε είδος… … Dictionary of Greek
Ελασσόνα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 300 μ., 7.233 κάτ.) του νομού Λαρίσης, έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Ε. βρίσκεται χτισμένη αμφιθεατρικά στους δυτικούς πρόποδες του Κάτω Ολύμπου, σε στρατηγική θέση των περασμάτων από Θεσσαλία προς Μακεδονία. Η Ε. είναι… … Dictionary of Greek
Καρόσα, Χανς — (Hans Carossa, Τελτς, Βαυαρία 1878 – Ρίτστεγκ, Πασάου 1956). Γερμανός λογοτέχνης. Ήταν γιατρός και άντλησε πολλά θέματα για τα έργα του από την επαγγελματική του πείρα, τα οποία περιέχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το 1922 δημοσίευσε τα… … Dictionary of Greek
Μπερτ, Σίριλ — (Sir Cyril Burt, Στράτφορντ ον Έιβον 1883 – 1971). Άγγλος ψυχολόγος. Αποφοίτησε από την φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Δίδαξε αρχικά στα πανεπιστήμια του Λίβερπουλ και του Κέιμπριτζ και στη συνέχεια στο πανεπιστημιακό Κολέγιο… … Dictionary of Greek
σκαβιόζα — Πόα του γένους σκαβιόζα της οικογένειας των Διψακιδών. Τα άνθη της είναι συγκεντρωμένα σε κοινή ανθοδόχη. Η σ. η παράλια ή μελανοπορφυρή, είναι αυτοφυής σχεδόν παντού στην Ελλάδα και γνωστή με το κοινό όνομα μαυρομάτα. Έχει πολυάριθμους απλωτούς… … Dictionary of Greek